αγουροκόβω

αγουροκόβω
μετ.
1) срывать раньше времени (плоды); 2) прерывать, прекращать раньше (нужного) времени;

μου αγουρόκοψε τον ύπνο — он меня разбудил раньше времени


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγουροκόβω" в других словарях:

  • αγουροκόβω — 1. κόβω τους καρπούς προτού ωριμάσουν, άγουρους, αγίνωτους 2. διακόπτω, σταματώ κάτι πρόωρα …   Dictionary of Greek

  • αγουροκόβω — αγουρόκοψα, αγουροκόπηκα, αγουροκομμένος, κόβω τους καρπούς πριν ωριμάσουν: Τα πεπόνια ήταν αγουροκομμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγουρος — η, ο (Μ το αρσ. ἄγουρος ως ουσ.) (για πρόσωπα) αυτός που δεν ωρίμασε, δεν ενηλικιώθηκε ακόμη, νέος άντρας, παληκάρι νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε ακόμη την τελική του μορφή, που δεν ολοκληρώθηκε 2. αυτός που δεν ωρίμασε διανοητικά, ανώριμος,… …   Dictionary of Greek

  • αγουρομαζεύω — μαζεύω τους καρπούς άγουρους, αγουροκόβω* …   Dictionary of Greek

  • αγουρόκομμα — το [αγουροκόβω] 1. πρόωρο κόψιμο τών καρπών 2. ο καρπός που κόπηκε από το φυτό προτού ωριμάσει 3. πρόωρη διακοπή ύπνου, το πρόωρο ξύπνημα …   Dictionary of Greek

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

  • αγουρομαζώνω — αγουρομάζωξα, αγουρομαζωμένος, και αγουρομαζεύω αγουρομάζεψα, αγουρομαζεμένος, αγουροκόβω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»